- καραμάνι
- τοβλ. καραμάνικο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλαεντίν Καραμανί — (τέλη 14ου αι.). Τελευταίος ηγεμόνας του κράτους της Καραμανίας (Μικρά Ασία). Αγωνίστηκε κατά των Οθωμανών σουλτάνων Μουράτ Α’ και Βαγιαζίτ Α’. Ο στρατηγός Τιμουρτάς του Βαγιαζίτ τον αιχμαλώτισε και τον θανάτωσε. Μετά τον θάνατό του το κράτος της … Dictionary of Greek
καραμάνικο — και καραμάνι και καραμαλίτικο, το [καραμάνης] είδος προβάτου με πλατιά και κοντή ουρά … Dictionary of Greek